πηλόπλαστος

πηλόπλαστος
πηλό-πλαστος, ον,
A moulded of clay, π. σπέρμα, of a man, A.Fr. 369.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πηλόπλαστος — ον, Α (σχετικά με τον άνθρωπο) πλασμένος από πηλό.. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλαστός (< πλάσσω), πρβλ. κηρό πλαστος] …   Dictionary of Greek

  • πηλοπλάστου — πηλόπλαστος moulded of clay masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλοπλαστώ — έω, Α [πηλόπλαστος] πλάθω κάτι από πηλό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”